- αὐθωρί
- D0-0-0-1-1=2 DnLXX 3,15; 3 Mc 3,25immediately; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εννέμω — ἐννέμω (Α) [νέμω] 1. βόσκω αγέλη σ έναν τόπο 2. (για ζώα) βόσκω 3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ) … Dictionary of Greek